κασωρίτης

κασωρίτης
κᾰσωρ-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ,
A fornicator, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κασωρίτης — κασωρίτης, ό, θηλ. κασωρίτις (Α) πόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης, στεφαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κασωρίτης — κασωρί̱της , κασωρίτης fornicator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασωρίτις — κασωρῑτις, ἡ (Α) (θηλ. τού κασωρίτης) πόρνη, κασωρίς* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”